Greek Meaning of castrated
ευνουχισμένος
Other Greek words related to ευνουχισμένος
Nearest Words of castrated
Definitions and Meaning of castrated in English
castrated (a)
deprived of sexual capacity or sexual attributes
castrated (imp. & p. p.)
of Castrate
FAQs About the word castrated
ευνουχισμένος
deprived of sexual capacity or sexual attributesof Castrate
τροποποιημένο,ευνουχισμένος,αλογο,ευνουχισμένος,στείρωση,ανίκανος,στειρωμένη,στείρος,άγονο,άκαρπος
εμπλουτισμένο,λίπος,γόνιμος,καρποφόρος,έγκυος,παραγωγικός,Πολύκαρπος,πλούσιος,ρουλεμάν,γόνιμος
castrate => Ευνουχίζω, castrametation => στρατοπέδευση, castor-oil plant => Ρικινόδεντρο, castoroides => Κάστορες, castorite => Καστορίτης,