Greek Meaning of spayed
στειρωμένη
Other Greek words related to στειρωμένη
Nearest Words of spayed
Definitions and Meaning of spayed in English
spayed (s)
(of a female animal) having the ovaries removed
FAQs About the word spayed
στειρωμένη
(of a female animal) having the ovaries removed
τροποποιημένο,ευνουχισμένος,στείρωση,ευνουχισμένος,ευνουχισμένος,άκαρπος,ανίκανος,στείρος,στείρος,άκαρπος
λίπος,γόνιμος,καρποφόρος,έγκυος,παραγωγικός,πλούσιος,ρουλεμάν,εμπλουτισμένο,γόνιμος,γονιμοποιημένος
spay => Ευνουχισμός, spawner => Spawner, spawn => γεννάω., spawl => θραύσμα, spavined => Σπασμωδικός,