Greek Meaning of gelded
αλογο
Other Greek words related to αλογο
Nearest Words of gelded
Definitions and Meaning of gelded in English
gelded (s)
(of a male animal) having the testicles removed
gelded (imp. & p. p.)
of Geld
FAQs About the word gelded
αλογο
(of a male animal) having the testicles removedof Geld
τροποποιημένο,ευνουχισμένος,ευνουχισμένος,ευνουχισμένος,στείρωση,στειρωμένη,άγονο,άκαρπος,ανίκανος,στείρος
λίπος,γόνιμος,καρποφόρος,έγκυος,παραγωγικός,Πολύκαρπος,πλούσιος,ρουλεμάν,εμπλουτισμένο,γόνιμος
geldable => φορολογητέος, geld => Γκέλντ, gelation => Γελοποίηση, gelatinousness => ζελατινώδης, gelatinous => Ζελατινώδης,