Greek Meaning of gelding
Γκελντινγκ
Other Greek words related to Γκελντινγκ
- Πουλάρι
- πουλάρι
- πουλάρι
- φοράδα
- επιβήτορας
- ιπποειδής
- γκρινιάζω
- πόνι
- Ιππόδρομος
- άλογο
- κόλπος
- μπρόνκο
- φορτιστής
- κάστανο
- Φουτζόφ
- δρομέας
- βοδινό άλογο
- δουν
- ίππος
- καλπαστής
- χάκινγκ
- Hackney
- τοποθετώ
- μούσταγκ
- Υποζύγιο
- παλομίνο
- πίντο
- πρανσάρ
- Το άλογο Quarter
- ροάν
- Σέλα αλόγου
- σκέιτμπορντ
- Γκριζωπός
- Ξινίδα
- αλογάκι
- Πολεμικό άλογο
- Άλογο εργασίας
- Cutting horse
- διεγερτικός
- ενθαρρυντικός
- φόρτιση
- ηλεκτριστικό
- ενεργειακός
- αναζωογονητικός
- γαλβανισμός
- τονωτικός
- επιτάχυνση
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- ζωοποιητικό
- υποκίνηση
- ενίσχυση
- επευφημώντας
- συναρπαστικός
- ζύμωση
- απόλυση
- υποδαυλίζοντας
- υποκινητικός
- φλεγμονώδης
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- προσάναμμα
- ανύψωση
- προκλητικός
- ζωογόνος
- φλεγμονώδης
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- μαστίγωμα (πάνω)
- επιπλέον
- Ενθάρρυνση
- ενδυναμωτικός
- ενθαρρυντικός
- αναζωογονητικός
- αναγεννητικός
- ανανέωση
- αναζωογονώντας
- αναζωογονητικός
- αναβιωτικό
- ενεργοποίηση
- αναζωογονητικός
- επαναφορά
- αφύπνιση
- επαναφόρτιση
- reenergizing
- αναζωογονητικός
- αναζωπυρώνω
- ανάσταση
Nearest Words of gelding
Definitions and Meaning of gelding in English
gelding (n)
castrated male horse
gelding (p. pr. & vb. n.)
of Geld
gelding (v. t.)
A castrated animal; -- usually applied to a horse, but formerly used also of the human male.
gelding (p. pr. a. & vb. n.)
from Geld, v. t.
FAQs About the word gelding
Γκελντινγκ
castrated male horseof Geld, A castrated animal; -- usually applied to a horse, but formerly used also of the human male., from Geld, v. t.
Πουλάρι,πουλάρι,πουλάρι,φοράδα,επιβήτορας,ιπποειδής,γκρινιάζω,πόνι,Ιππόδρομος,άλογο
διεγερτικός,ενθαρρυντικός,φόρτιση,ηλεκτριστικό,ενεργειακός,αναζωογονητικός,γαλβανισμός,τονωτικός,επιτάχυνση,διεγερτικός
gelder-rose => Άσπλενος ο τοιχειώδης, gelder => Γκίλντερ, gelded => αλογο, geldable => φορολογητέος, geld => Γκέλντ,