Greek Meaning of whipping (up)

μαστίγωμα (πάνω)

Other Greek words related to μαστίγωμα (πάνω)

Definitions and Meaning of whipping (up) in English

whipping (up)

to cause or create (something), to produce or prepare (a meal) very quickly, to excite (someone or something)

FAQs About the word whipping (up)

μαστίγωμα (πάνω)

to cause or create (something), to produce or prepare (a meal) very quickly, to excite (someone or something)

προκλητικός,ανατροφή,προώθηση,Αναταραχή,υποκίνηση,ζυθοποιία,ενθαρρυντικός,ζύμωση,υποδαυλίζοντας,υποκινητικός

έλεγχος,περιοριστική,κράσπεδο,αποθαρρυντικός,κατοχή,ανασταλτικός,Ρυθμιστικό,συγκρατημένος,εξημέρωση,περιορισμός (σε)

whippersnappers => μούλοι, whipped (up) => χτυπημένος, whipcords => Ινίδες, whip (up) => χτυπάω, whinging => γκρίνια,