Greek Meaning of tranquillizing

ηρεμιστικό

Other Greek words related to ηρεμιστικό

Definitions and Meaning of tranquillizing in English

Wordnet

tranquillizing (s)

tending to soothe or tranquilize

Webster

tranquillizing ()

of Tranquillize

Webster

tranquillizing (a.)

Making tranquil; calming.

FAQs About the word tranquillizing

ηρεμιστικό

tending to soothe or tranquilizeof Tranquillize, Making tranquil; calming.

ελπιδοφόρος,υπνωτικός,χαλαρωτικό,ηρεμιστικό,κατευναστικός,καταπραϋντικός,αντικαταθλιπτικό,ονειρικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός

οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό

tranquillizer => ηρεμιστικό φάρμακο, tranquillize => ηρεμώ, tranquillization => ειρήνευση, tranquillity => ηρεμία, tranquillising => ηρεμιστικός,

Shares
sharethis sharing button Share
whatsapp sharing button Share
facebook sharing button Share
twitter sharing button Tweet
messenger sharing button Share
arrow_left sharing button
arrow_right sharing button