Greek Meaning of analgesic
αναλγητικό
Other Greek words related to αναλγητικό
Nearest Words of analgesic
- analgetic => αναλγητικό
- anallagmatic => αναλλαγματικός
- anallantoic => αναλαντοϊκός
- anallantoidea => αναλλαντοειδή
- analog => αναλογικό
- analog clock => Αναλογικό ρολόι
- analog computer => Αναλογικός υπολογιστής
- analog watch => Αναλογικό ρολόι
- analogal => αναλογικός
- analog-digital converter => Αναλογικός-ψηφιακός μετατροπέας
Definitions and Meaning of analgesic in English
analgesic (n)
a medicine used to relieve pain
analgesic (s)
capable of relieving pain
FAQs About the word analgesic
αναλγητικό
a medicine used to relieve pain, capable of relieving pain
αναισθητικό,παυσίπονο,ηρεμιστικό,ηρεμιστικό,ανώδυνος,ηρεμιστικό φάρμακο
οδυνηρός,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,ανησυχητική,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ερεθιστικός,διεγερτικό,διεγερτικό
analgesia => Αναλγησία, analgen => αναλγητικά, analeptic => αναληπτικό, analepsy => ανάληψη, analepsis => αναδρομή,