Greek Meaning of stressful

αγχωτικό

Other Greek words related to αγχωτικό

Definitions and Meaning of stressful in English

Wordnet

stressful (s)

extremely irritating to the nerves

FAQs About the word stressful

αγχωτικό

extremely irritating to the nerves

δύσκολο,σκληρός,Προσπαθώντας,επίπονος,επιβλαβής,μώλωπες,βαρύς,απαιτητικός,σύνθετος,περίπλοκος

Εφικτό,σαφής,στοιχειώδης,ήπιος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,χαλαρός,λείο,απλός,φτηνός

stressed => αγχωμένος, stress test => Τεστ αντοχής, stress mark => Σημάδι πίεσης, stress incontinence => Ακράτεια ούρων από πίεση, stress fracture => Κατάγματα καταπόνησης,