Greek Meaning of ticklish
γαργαλιστικός
Other Greek words related to γαργαλιστικός
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- ευέξαπτος
- ευαίσθητος
- θυμωμένος
- υπερευαίσθητος
- υπερευαίσθητος
- υπερευαίσθητος
- τρυφερό
- ευερέθιστος
- Λεπτόδερμος
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- σταυροειδής
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Κακότροπος
- ευέξαπτος
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- απότομος
- σαρκαστικός
- γκρινιάρης
- πνιγηρός
- μουρτζούφλης
- σφηκοειδής
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of ticklish
Definitions and Meaning of ticklish in English
ticklish (s)
difficult to handle; requiring great tact
ticklish (a.)
Sensible to slight touches; easily tickled; as, the sole of the foot is very ticklish; the hardened palm of the hand is not ticklish.
Standing so as to be liable to totter and fall at the slightest touch; unfixed; easily affected; unstable.
Difficult; nice; critical; as, a ticklish business.
FAQs About the word ticklish
γαργαλιστικός
difficult to handle; requiring great tactSensible to slight touches; easily tickled; as, the sole of the foot is very ticklish; the hardened palm of the hand is
ευερέθιστος,ευαίσθητος,ευέξαπτος,ευαίσθητος,θυμωμένος,υπερευαίσθητος,υπερευαίσθητος,υπερευαίσθητος,τρυφερό,ευερέθιστος
ευχάριστος,φιλικός,καλόκαρδος,Παχυδερμικός,ανέμελος,εύκολος,ανεκτικός,Καλοσυνάτος,προθυμος,χαλαρός
tickling => γαργάλημα, tickler file => Αρχείο υπενθύμισης, tickler coil => πηνίο υπενθύμισης, tickler => υπενθύμιση, σημείωμα, ειδοποίηση, tickleness => γαργαλισμός,