Greek Meaning of snippy

σαρκαστικός

Other Greek words related to σαρκαστικός

Definitions and Meaning of snippy in English

snippy

rudely brief, putting on airs, short-tempered, snappish, unduly brief or curt

FAQs About the word snippy

σαρκαστικός

rudely brief, putting on airs, short-tempered, snappish, unduly brief or curt

ξαφνικός,αμβλύς,απότομος,σύντομος,βαρύς,ειλικρινά,Αγενής,κοντός,μπλόφα,απότομος

ελικοειδής,πολιτικός,προσεκτικός,ευγενικός,διπλωματικός,φιλεύσπλαχνος,φλύαρος,ευγενικός,λείο,ευγενικός

snippety => σύντομος, snippets => αποσπάσματα, snippersnappers => μωρά, snippersnapper => χαζός, snipped => κομμένος,