Greek Meaning of courtly

αυλικός

Other Greek words related to αυλικός

Definitions and Meaning of courtly in English

Wordnet

courtly (s)

refined or imposing in manner or appearance; befitting a royal court

FAQs About the word courtly

αυλικός

refined or imposing in manner or appearance; befitting a royal court

κομψός,καλό,γενναιοδωρος,χαριτωμένος,όμορφος,βασιλικός,αριστοκρατικός,κομψός,μοντέρνος,ένδοξος

τυρώδης,Χοντρός,ακατέργαστος,παλιομοδίτικος,εντυπωσιακός,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,άχαρος,γκροτέσκο

courtliness => ευγένεια, courting => φλερτ, courtier => Αυλικός, courthouse => Δικαστήριο, courtesy => ευγένεια,