Greek Meaning of baronial
βαρονικός
Other Greek words related to βαρονικός
- επικός
- ένδοξος
- Μεγάλος
- αυτοκρατορικός
- επιβλητικός
- υπέροχος
- επιβλητικός
- μαζικός
- υπερήφανος
- βασιλικός, βασιλιάς
- βασιλικός
- Αύγουστος
- κολοσσιαίος
- φοβερός
- γενναιοδωρος
- μεγαλοπρεπής
- ηρωικός
- ηρωικός
- ομηρικός
- εντυπωσιακός
- σπάταλος
- πολυτελής
- θαυμαστός
- μνημειακός
- ευγενής
- οπερατικός
- αξιοσημείωτος
- υπέροχος
- μεγαλοπρεπής
- τεράστιος
- υπέροχος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- καταπληκτικός
- φρικτός
- ουράνιος
- Κοσμικό
- θείος
- εξαιρετικός
- εξωφρενικός
- Όμορφος
- ουράνιος
- φουσκωμένο
- βασιλικός
- εύγενος
- μεγαλειώδης
- θαυμάσιος
- τερατώδης
- πολυτελής
- υπερβολικός
- παλατιανός
- παλατινός
- πομπώδης
- ελκυστικός
- πριγκιπικός
- θαυμαστός
- βασιλικός
- τρομερός
- λαμπρός
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- λαμπρός
- θαυμάσιος
- φοβερός
- θαυμαστός
- κοσμικός
Nearest Words of baronial
- barong => Μπαρόνγκ
- baronetize => αναγορεύω σε βαρόνο
- baronetise => Βαρονέτο
- baronetcy => βαρονέτο
- baronetage => βαρονάτο
- baronet => Βαρονέτος
- baroness thatcher of kesteven => Βαρόνη Θάτσερ του Κέστεβεν
- baroness karen blixen => Βαρώνη Κάρεν Μπλίξεν
- baroness jackson of lodsworth => η βαρόνη Τζάκσον του Λοντσγουόρθ
- baroness dudevant => Βαρώνη Ντιντεβάν
- baronies => Βαρονίες
- baronne anne louise germaine necker de steal-holstein => Βαρώνη Αν Λουίζ Ζερμαίν Νέκερ ντε Σταέλ-Χόλσταϊν
- barony => βαρωνία
- baroque => μπαρόκ
- baroque era => Μπαρόκ εποχή
- baroque period => περίοδος μπαρόκ
- baroqueness => μπαρόκ
- baroreceptor => βαρουποδέκτης
- barosaur => Barosaurus
- barosaurus => Βαρόσαυρος
Definitions and Meaning of baronial in English
baronial (s)
impressive in appearance
baronial (a.)
Pertaining to a baron or a barony.
FAQs About the word baronial
βαρονικός
impressive in appearancePertaining to a baron or a barony.
επικός,ένδοξος,Μεγάλος,αυτοκρατορικός,επιβλητικός,υπέροχος,επιβλητικός,μαζικός,υπερήφανος,βασιλικός, βασιλιάς
μέσος,κοινός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,συνηθισμένος,αδιάφορος,αφανής,ταπεινός,μέση τιμή
barong => Μπαρόνγκ, baronetize => αναγορεύω σε βαρόνο, baronetise => Βαρονέτο, baronetcy => βαρονέτο, baronetage => βαρονάτο,