Greek Meaning of pompous
πομπώδης
Other Greek words related to πομπώδης
- αλαζόνας
- υποτιθέμενος
- αυταρχικός
- φαντασμένος
- καβαλάρης
- με στήθος
- κυρίαρχος
- Αφέντης
- Υπερόπτης
- υψηλοπετών
- υπερόπτης
- αυταρχικός
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- σημαντικός
- αριστοτεχνικός
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- εγωιστής
- μυγιάγγιχτος
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- αλαζόνας
- υπερόπτης
- χαι-χατ
- θυελλώδης
- θυελλώδης
- καυχησιάρης, αλαζόνας
- βομβαρδιστικός
- αυταρχικός
- φανφαρόνος
- καυχησιάρης
- θρασύς
- καυχησιάρης
- εφησυχασμένος
- ματαιόδοξος
- υποτιμητικός
- περιφρονητικός
- κυρίαρχος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- φανταχτερός
- γκρινιάρης
- άσεμνος
- αναιδής
- Θρασύς
- υπέροχος
- εύγενος
- αυστηρός
- ναρκισσιστής
- υπεροπτικός
- προστατευτικός
- αυταρχικός
- Ποντιφικός
- υπερήφανος
- υπερήφανος
- θρασύς
- σίγουρος για τον εαυτό του
- διεκδικητικός
- εγωκεντρικός
- εγωϊστικός
- εγωιστής
- αυτάρεσκος
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- Ακατάδεκτος
- Φιγουρατζής
- φαντασμένος
- απελευθερωμένος
- μάταιος
- μάταιος
- υβριστικός
- απίστευτα σημαντικό
- υποθέτοντας
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- ντροπαλός
- διστακτικός
- ταπεινός
- ταπεινός
- σεμνός
- ντροπιασμένος
- ντροπαλός
- ήρεμος
- ντροπαλός
- ανεπιτήδευτος
- συγκαταβατικός
- συμβατός
- σεβαστικός
- κόσμιος
- Εσωστρεφής
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- Υπερβολικά σεμνός
- παθητικός
- ήσυχος
- συρρίκνωση
- υποτακτικός
- μη επιθετικός
- μη διεκδικητικός
- μετριόφρων
- Διακριτικός
- Αυτοκριτικός
- αμφίθυμος
- μη αλαζονικός
- συρρικνωμένος
- κρατημένος
- συνταξιοδότηση
- υποχωρητικός
- σκυφτός
Nearest Words of pompous
Definitions and Meaning of pompous in English
pompous (s)
puffed up with vanity
pompous (a)
characterized by pomp and ceremony and stately display
FAQs About the word pompous
πομπώδης
puffed up with vanity, characterized by pomp and ceremony and stately display
αλαζόνας,υποτιθέμενος,αυταρχικός,φαντασμένος,καβαλάρης,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών
ντροπαλός,διστακτικός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ήρεμος,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος
pomposity => αλαζονεία, pompon => πομπόν, pom-pom => Πομ πον, pompey the great => Πομπήιος ο Μέγας, pompey => Πομπήιος,