Greek Meaning of pompous

πομπώδης

Other Greek words related to πομπώδης

Definitions and Meaning of pompous in English

Wordnet

pompous (s)

puffed up with vanity

Wordnet

pompous (a)

characterized by pomp and ceremony and stately display

FAQs About the word pompous

πομπώδης

puffed up with vanity, characterized by pomp and ceremony and stately display

αλαζόνας,υποτιθέμενος,αυταρχικός,φαντασμένος,καβαλάρης,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών

ντροπαλός,διστακτικός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ήρεμος,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος

pomposity => αλαζονεία, pompon => πομπόν, pom-pom => Πομ πον, pompey the great => Πομπήιος ο Μέγας, pompey => Πομπήιος,