Greek Meaning of cowering

σκυφτός

Other Greek words related to σκυφτός

Definitions and Meaning of cowering in English

cowering

to shrink away or crouch especially for shelter from something that menaces, domineers, or dismays, to shrink away or crouch down (as from fear)

FAQs About the word cowering

σκυφτός

to shrink away or crouch especially for shelter from something that menaces, domineers, or dismays, to shrink away or crouch down (as from fear)

συγκαταβατικός,συμβατός,συρρικνωμένος,σεβαστικός,παραιτημένος,συρρίκνωση,υποτακτικός,μη διεκδικητικός,υποχωρητικός,ντροπαλός

επιθετικός,αλαζόνας,διεκδικητικός,Θρασύς,έντονος,θρασύς,θρασύς,φαντασμένος,θρασύς,με στήθος

cowered => τρομαγμένος, cowed => δειλιασμένος, cowboys => Καουμπόηδες, cow ponies => αγελαδινά πόνυ, covets => αποζητώ,