Greek Meaning of deferential

σεβαστικός

Other Greek words related to σεβαστικός

Definitions and Meaning of deferential in English

Wordnet

deferential (s)

showing deference

Webster

deferential (a.)

Expressing deference; accustomed to defer.

FAQs About the word deferential

σεβαστικός

showing deferenceExpressing deference; accustomed to defer.

σεβαστικός,σεβαστός,πολιτικός,υπάκουος,φιλεύσπλαχνος,ευγενικός,προσεκτικός,ευλαβικός,ευλαβικός,Σεβαστός

προσβλητικός,περιφρονητικός,εξευτελιστικός,απαξιωτικός,αγενής,προσβλητικός,προσβλητικό,υποτιμητικό,υποτιμητικός,απαξιωτικός

deferent => σεβαστικός, deference => σεβασμός, defer => αναβάλλω, defensory => αμυντικός, defensor => Αμυντικός,