Greek Meaning of obsequious
υποτακτικός
Other Greek words related to υποτακτικός
- υπάκουος
- υπάκουος
- δουλοπρεπής
- υφιστάμενος
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- υπάκουος
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- ελεγχόμενο
- ευπρεπής
- υπάκουος
- φιλότιμος
- κολακεία
- ήπιος
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμος
- υπάκουος
- προθυμος
- δουλοπρεπής
- υποτακτικός
- υποταγμένος
- χειραγωγίσιμος
- υποκλίνεστε
- περιορισμένος
- με αυτοπειθαρχία
- ανασταλμένος
- νομοταγής
- ευγενικός
- ήπιος
- οργανωμένος
- ειρηνικός
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- μαλακός
- εξημερώνω
- Διδάξιμος
- εκπαιδεύσιμος
- υποχωρητικός
- συγκρατημένος
- παράδοση
- κακός
- προκλητικός
- επίμονος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- αντάρτης
- σκανταλιάρης
- πεισματάρης
- στασιαστικός
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- ανθεκτικό
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- αδιαχειρίστη
- αμετάπειστος
- Άγρια
- δύστροπος
- αντίθετος
- ακατάστατη
- αγενής
- διαφωνούντας
- περιπλανώμενος
- αγενής
- Θρασύς
- θρασύς
- άτακτος
- πεισματάρης
- Αγενής
- αυθάδης
- αδιάθετος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- αυθάδης
- ανυπάκουος
- Κακομαθημένος
- Αμαθής
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- Κακός
- μη συμμορφωμένο
- nonkonformistas
- Θορυβώδης
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- απείθαρχος
Nearest Words of obsequious
Definitions and Meaning of obsequious in English
obsequious (s)
attempting to win favor from influential people by flattery
attentive in an ingratiating or servile manner
obsequious (a.)
Promptly obedient, or submissive, to the will of another; compliant; yielding to the desires of another; devoted.
Servilely or meanly attentive; compliant to excess; cringing; fawning; as, obsequious flatterer, parasite.
Of or pertaining to obsequies; funereal.
FAQs About the word obsequious
υποτακτικός
attempting to win favor from influential people by flattery, attentive in an ingratiating or servile mannerPromptly obedient, or submissive, to the will of anot
υπάκουος,υπάκουος,δουλοπρεπής,υφιστάμενος,συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,συμβατός
κακός,προκλητικός,επίμονος,πεισματάρης,πεισματάρης,αντάρτης,σκανταλιάρης,πεισματάρης,στασιαστικός,πεισματάρης
obsequies => κηδεία, obsequience => δουλοπρέπεια, obsequent => υποτακτικός, obsecratory => ικετευτικός, obsecration => δέηση,