Greek Meaning of trainable
εκπαιδεύσιμος
Other Greek words related to εκπαιδεύσιμος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ελεγχόμενο
- υπάκουος
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμο
- διαχειρίσιμος
- υπάκουος
- υποτακτικός
- εξημερώνω
- Διδάξιμος
- χειραγωγίσιμος
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Συμφωνούσα
- άξιος τιμωρίας
- με αυτοπειθαρχία
- υπάκουος
- νομοταγής
- προθυμος
- ειρηνικός
- περιορισμένος
- ευπρεπής
- φιλότιμος
- ανασταλμένος
- ευγενικός
- οργανωμένος
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- μαλακός
- υποχωρητικός
- παράδοση
- επίμονος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- δύστροπος
- ανθεκτικό
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- αδιαχειρίστη
- αμετάπειστος
- Άγρια
- κακός
- δύστροπος
- αντίθετος
- προκλητικός
- ανυπάκουος
- ακατάστατη
- περιπλανώμενος
- αδάμαστος
- σκανταλιάρης
- άτακτος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- αυθάδης
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- αυθάδης
- δυσάρεστος
- ασύμβατος
- απείθαρχος
- Κακός
- μη συμμορφωμένο
- Θορυβώδης
- επαναστάτης
- ανήσυχος
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- απείθαρχος
Nearest Words of trainable
- train ticket => Εισιτήριο τραίνου
- train station => Σιδηροδρομικός σταθμός
- train set => Σετ τρένων
- train oil => Λάδι τρένου
- train of thought => Αλληλουχία σκέψης
- train fare => Εισιτήριο τρένου
- train dispatcher => αποστολέας τρένων
- train depot => σιδηροδρομικός σταθμός
- train => τρένο
- trailing windmills => ανεμόμυλοι με ουρά
- trainband => Ομάδα εκπαίδευσης
- trainbands => Πολιτοφύλακες
- trainbandsman => πολίτης φρουρός
- trainbearer => παράνυμφος
- trained => εκπαιδευμένος
- trained nurse => Εκπαιδευμένη νοσοκόμα
- trained worker => Κατηρτισμένος εργαζόμενος
- trainee => εκπαιδευόμενος
- traineeship => πρακτική άσκηση
- trainel => εκπαιδευόμενος
Definitions and Meaning of trainable in English
trainable (a.)
Capable of being trained or educated; as, boys trainable to virtue.
FAQs About the word trainable
εκπαιδεύσιμος
Capable of being trained or educated; as, boys trainable to virtue.
Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,συμβατός,ελεγχόμενο,υπάκουος,Κυβερνήσιμος,διαχειρίσιμο,διαχειρίσιμος,υπάκουος
επίμονος,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,δύστροπος,ανθεκτικό,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο
train ticket => Εισιτήριο τραίνου, train station => Σιδηροδρομικός σταθμός, train set => Σετ τρένων, train oil => Λάδι τρένου, train of thought => Αλληλουχία σκέψης,