Greek Meaning of trainable

εκπαιδεύσιμος

Other Greek words related to εκπαιδεύσιμος

Definitions and Meaning of trainable in English

Webster

trainable (a.)

Capable of being trained or educated; as, boys trainable to virtue.

FAQs About the word trainable

εκπαιδεύσιμος

Capable of being trained or educated; as, boys trainable to virtue.

Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,συμβατός,ελεγχόμενο,υπάκουος,Κυβερνήσιμος,διαχειρίσιμο,διαχειρίσιμος,υπάκουος

επίμονος,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,πεισματάρης,δύστροπος,ανθεκτικό,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο

train ticket => Εισιτήριο τραίνου, train station => Σιδηροδρομικός σταθμός, train set => Σετ τρένων, train oil => Λάδι τρένου, train of thought => Αλληλουχία σκέψης,