FAQs About the word trained worker

Κατηρτισμένος εργαζόμενος

a worker who has acquired special skills

No synonyms found.

No antonyms found.

trained nurse => Εκπαιδευμένη νοσοκόμα, trained => εκπαιδευμένος, trainbearer => παράνυμφος, trainbandsman => πολίτης φρουρός, trainbands => Πολιτοφύλακες,