Greek Meaning of trained worker
Κατηρτισμένος εργαζόμενος
Other Greek words related to Κατηρτισμένος εργαζόμενος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trained worker
- trained nurse => Εκπαιδευμένη νοσοκόμα
- trained => εκπαιδευμένος
- trainbearer => παράνυμφος
- trainbandsman => πολίτης φρουρός
- trainbands => Πολιτοφύλακες
- trainband => Ομάδα εκπαίδευσης
- trainable => εκπαιδεύσιμος
- train ticket => Εισιτήριο τραίνου
- train station => Σιδηροδρομικός σταθμός
- train set => Σετ τρένων
- trainee => εκπαιδευόμενος
- traineeship => πρακτική άσκηση
- trainel => εκπαιδευόμενος
- trainer => προπονητής
- training => εκπαίδευση
- training college => Επιμορφωτικό Κέντρο
- training program => πρόγραμμα κατάρτισης
- training school => Σχολή εκπαίδευσης
- training ship => Εκπαιδευτικό πλοίο
- training table => Τραπέζι εκπαίδευσης
Definitions and Meaning of trained worker in English
trained worker (n)
a worker who has acquired special skills
FAQs About the word trained worker
Κατηρτισμένος εργαζόμενος
a worker who has acquired special skills
No synonyms found.
No antonyms found.
trained nurse => Εκπαιδευμένη νοσοκόμα, trained => εκπαιδευμένος, trainbearer => παράνυμφος, trainbandsman => πολίτης φρουρός, trainbands => Πολιτοφύλακες,