Greek Meaning of traineeship

πρακτική άσκηση

Other Greek words related to πρακτική άσκηση

Definitions and Meaning of traineeship in English

Wordnet

traineeship (n)

financial aid that enables you to get trained for a specified job

FAQs About the word traineeship

πρακτική άσκηση

financial aid that enables you to get trained for a specified job

στρατολογώ,μαθητής,μαθητευόμενος,αρχάριος,υποψήφιος,νεοσσός,πρωτοετής φοιτητής,νέος,μαθητής,αρχάριος

ειδικός,κύριος,επαγγελματίας,επαγγελματίας,Κτηνίατρος,Βετεράνος,βετεράνος,παλιός

trainee => εκπαιδευόμενος, trained worker => Κατηρτισμένος εργαζόμενος, trained nurse => Εκπαιδευμένη νοσοκόμα, trained => εκπαιδευμένος, trainbearer => παράνυμφος,