Greek Meaning of newbie

αρχάριος

Other Greek words related to αρχάριος

Definitions and Meaning of newbie in English

Wordnet

newbie (n)

any new participant in some activity

FAQs About the word newbie

αρχάριος

any new participant in some activity

μαθητευόμενος,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,νέος αφιχθείς,αρχάριος,νέος,νεοσσός,νέος,νεόφυτος,στρατολογώ

Κτηνίατρος,Βετεράνος,ειδικός,κύριος,βετεράνος,παλιός,επαγγελματίας,επαγγελματίας

newark => Νιούαρκ, newari => νέουαρι, new zealander => Νεοζηλανδοί, new zealand wren => wren της Νέας Ζηλανδίας, new zealand wine berry => Νεοζηλανδέζικο βατόμουρο του κρασιού,