Greek Meaning of old hand
βετεράνος
Other Greek words related to βετεράνος
Nearest Words of old hand
- old guard => Παλαιά φρουρά
- old growth => πρωτόλειος δάσος
- old gold => Παλιό χρυσό
- old glory => η παλιά σημαία
- old geezer => Γέρος
- old frisian => Παλαιά Φρισική γλώσσα
- old french => Παλαιά Γαλλικά
- old fashioned => παλιομοδίτικος
- old faithful => Old Faithful
- old english sheepdog => Παλαιός Αγγλικός ποιμενικός
- old hickory => Old hickory
- old high german => Αρχαία ανώτερη γερμανική
- old icelandic => παλαιά ισλανδική
- old irish => Παλαιά Ιρλανδική
- old ironsides => Old Ironsides
- old italian => Παλιός ιταλός
- old lady => Γριά
- old lang syne => παλιές καλές εποχές
- old latin => παλαιά Λατινική
- old line state => Παλιά κατάσταση γραμμής
Definitions and Meaning of old hand in English
old hand (n)
an experienced person who has been through many battles; someone who has given long service
FAQs About the word old hand
βετεράνος
an experienced person who has been through many battles; someone who has given long service
Βετεράνος,κοσμήτορας,κύριος,παλιός,σκηνοθέτης,Κτηνίατρος,Πολεμικό άλογο,ικανός,παλιό χέρι,Κοσμήτορας
μαθητευόμενος,αρχάριος,μπότα,Πουλάρι,κουτάβι,νεοσσός,πρωτοετής φοιτητής,νεόφυτος,νέος αφιχθείς,αρχάριος
old guard => Παλαιά φρουρά, old growth => πρωτόλειος δάσος, old gold => Παλιό χρυσό, old glory => η παλιά σημαία, old geezer => Γέρος,