Greek Meaning of novitiate
δοκιμασία
Other Greek words related to δοκιμασία
- μαθητευόμενος
- αρχάριος
- πρωτοετής φοιτητής
- νέος αφιχθείς
- αρχάριος
- νέος
- Πουλάρι
- νεοσσός
- νέος
- νεόφυτος
- αρχάριος
- στρατολογώ
- πύργος
- μαθητής
- αρχάριος
- αρχάριος
- παρθένος
- abecedarian
- ερασιτέχνης
- μωρό μου
- μπότα
- υποψήφιος
- κουτάβι
- ερασιτέχνης
- Δilletant
- συμμετέχων
- μαθητής
- δοκιμαστικός υπάλληλος
- πανκ
- εκπαιδευόμενος
Nearest Words of novitiate
Definitions and Meaning of novitiate in English
novitiate (n)
the period during which you are a novice (especially in a religious order)
someone who has entered a religious order but has not taken final vows
novitiate (n.)
The state of being a novice; time of initiation or instruction in rudiments.
Hence: Time of probation in a religious house before taking the vows.
One who is going through a novitiate, or period of probation; a novice.
The place where novices live or are trained.
FAQs About the word novitiate
δοκιμασία
the period during which you are a novice (especially in a religious order), someone who has entered a religious order but has not taken final vowsThe state of b
μαθητευόμενος,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,νέος αφιχθείς,αρχάριος,νέος,Πουλάρι,νεοσσός,νέος,νεόφυτος
κύριος,Κτηνίατρος,Βετεράνος,ειδικός,βετεράνος,παλιός,επαγγελματίας,επαγγελματίας
novilunar => νέα σελήνη, novillero => Νοβιγιέρο, novillada => Νοβιλάδα, noviciate => νεοφώτιστος, noviceship => διάστημα μαθητείας,