Greek Meaning of colt
Πουλάρι
Other Greek words related to Πουλάρι
- μαθητευόμενος
- αρχάριος
- πρωτοετής φοιτητής
- νέος αφιχθείς
- αρχάριος
- νέος
- μωρό μου
- κουτάβι
- νεοσσός
- νέος
- νεόφυτος
- αρχάριος
- δοκιμασία
- πανκ
- στρατολογώ
- πύργος
- μαθητής
- αρχάριος
- αρχάριος
- παρθένος
- abecedarian
- ερασιτέχνης
- μπότα
- υποψήφιος
- ερασιτέχνης
- Δilletant
- συμμετέχων
- μαθητής
- δοκιμαστικός υπάλληλος
- εκπαιδευόμενος
Nearest Words of colt
Definitions and Meaning of colt in English
colt (n)
a young male horse under the age of four
a kind of revolver
FAQs About the word colt
Πουλάρι
a young male horse under the age of four, a kind of revolver
μαθητευόμενος,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,νέος αφιχθείς,αρχάριος,νέος,μωρό μου,κουτάβι,νεοσσός,νέος
Κτηνίατρος,Βετεράνος,ειδικός,κύριος,βετεράνος,παλιός,επαγγελματίας,επαγγελματίας
colpoxerosis => Πυροδερμία, colpocystocele => Κυστεοκήλη, colpocystitis => Κολποκυστίτιδα, colpocele => Κολποκήλη, colpitis => κολπίτιδα,