Greek Meaning of rookie

νέος

Other Greek words related to νέος

Definitions and Meaning of rookie in English

Wordnet

rookie (n)

an awkward and inexperienced youth

FAQs About the word rookie

νέος

an awkward and inexperienced youth

μαθητευόμενος,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,νέος αφιχθείς,αρχάριος,Πουλάρι,κουτάβι,νεοσσός,νέος,νεόφυτος

Κτηνίατρος,Βετεράνος,ειδικός,κύριος,βετεράνος,παλιός,επαγγελματίας,επαγγελματίας

rookery => αποικία, rookeries => αποικίες, rooked => καμπύλη, rook => πύργος, rooibos => Ρόιβος,