Greek Meaning of rooking
πύργος
Other Greek words related to πύργος
- ξύλο
- εξαπάτηση
- Απάτη
- κάνει
- κούρεμα
- βιαστικός
- εκβιασμός
- ξερίζωμα
- βίδωμα
- συμπίεση
- κολλώδης
- καυτός
- απάτη
- προδοτικός
- απάτη
- αιμορραγία
- σμίλευμα
- σμίλευση
- οχλαγωγία <br>
- παραπλανητικός
- εκβιασμός
- φιολί
- αστείος
- αρπάγγωμα
- διεύρυνση
- δέρμα
- απάτη
- εξαπάτηση
- θυματοποίηση
- απάτη
- δόλιος
- diddling
- κάνει μέσα
- ευκρί
- εκμετάλλευση
- εξαπατώ
- σωλήνας
- Εμποδίζοντας
- απάτη
- εκβιασμός
- δίνω λιγότερα ρέστα
- βραχυκύκλωμα
- Βρόμα σκύλακα
- ακαμψία
- Παίρνω βόλτα
- Πηγαίνω στο καθαριστήριο
- παραπλανητικός
- αποκόμματα
- διπλή διάβαση
- εξαπάτηση
- σκαψίματα
- απάτη
- άρμεγμα
- εγκοπή
- μούλιασμα
- σπαρακτικό
- πάλη
- στύψιμο
- γκρίνια
- Λαμυρός
- υπερφόρτωση
- δελεάζοντας
- Πώληση τιμολογίου αγαθών προς
Nearest Words of rooking
Definitions and Meaning of rooking in English
rooking (p. pr. & vb. n.)
of Rook
FAQs About the word rooking
πύργος
of Rook
ξύλο,εξαπάτηση,Απάτη,κάνει,κούρεμα,βιαστικός,εκβιασμός,ξερίζωμα,βίδωμα,συμπίεση
No antonyms found.
rookie => νέος, rookery => αποικία, rookeries => αποικίες, rooked => καμπύλη, rook => πύργος,