Greek Meaning of roping (in)
δελεάζοντας
Other Greek words related to δελεάζοντας
- η διάταξη του
- προηγούμενες
- δόλωμα
- δελεαστικός
- δελεάζοντας
- δελεαστικός
- πειθώ
- Χιόνι
- δελεαστικός
- γοητευτικός
- δελεαστικός
- προδοτικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- αλίευση
- γοητευτικός
- δέλεαρ
- μαγευτικός
- Εμπλοκή
- Ελκυστικό
- σαγηνευτικός
- συναρπαστικός
- εμπλέκοντας
- μαγνητίζωντας
- αλληλοεμπλοκή
- λαθροθηρία
- αιτώντας
- μπερδέματος
- παγίδευση
Nearest Words of roping (in)
Definitions and Meaning of roping (in) in English
roping (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word roping (in)
δελεάζοντας
η διάταξη του,προηγούμενες,δόλωμα,δελεαστικός,δελεάζοντας,δελεαστικός,πειθώ,Χιόνι,δελεαστικός,γοητευτικός
ειδοποίηση,οδήγηση (μακριά ή έξω από),στρέφοντας την πλάτη,αποτροπή (από),προειδοποίηση,προειδοποιώντας,προειδοποίηση
ropes (in) => σχοινιά (σε), ropes => σχοινιά, roped (in) => παγιδευμένος (σε), rope (in) => σχοινί (σε), roots (out) => ρίζες (out),