FAQs About the word roquelaures

ρεκλαύρες

a knee-length cloak worn especially in the 18th and 19th centuries

μπουρνούς,μπουρνούς,ντόμινο,ακρωτήρια,καπουχίνοι,κουκούλες,ντόμινο,μαντάδες,Πανωφόρια,μαντελέτα

No antonyms found.

roping (in) => δελεάζοντας, ropes (in) => σχοινιά (σε), ropes => σχοινιά, roped (in) => παγιδευμένος (σε), rope (in) => σχοινί (σε),