Greek Meaning of rope (in)

σχοινί (σε)

Other Greek words related to σχοινί (σε)

Definitions and Meaning of rope (in) in English

rope (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word rope (in)

σχοινί (σε)

Σχεδιάζω,Πήγαινε μπροστά,δόλωμα,πείθω,χιόνι,γοητεία,Δόλωμα,ξεγελώ,προδίδω,δόλωμα

συναγερμός,οδηγήστε (μακριά ή μακριά),αποκρούω **(off),προειδοποιώ,προσοχή,απομακρύνω,προειδοποιώ εκ των προτέρων,απωθώ

roots (out) => ρίζες (out), roots (for) => ρίζες, rooting (out) => εκρίζωση, rooting (for) => ριζοβολία (για), rooted (out) => ριζωμένος,