Greek Meaning of rooted (for)

ριζωμένο (για)

Other Greek words related to ριζωμένο (για)

Definitions and Meaning of rooted (for) in English

rooted (for)

to express or show support for (a person, a team, etc.)

FAQs About the word rooted (for)

ριζωμένο (για)

to express or show support for (a person, a team, etc.)

εγκρίθηκε,ενέκρινε,ευνοϊκός,εγκεκριμένος,προτεινόμενο,επαινέθηκε,αυξάνω (σε),γιορτάζεται,χειροκρότησε,διακοσμημένο

κατηγορηθεί,χτύπησε,τηγανίτης,βάλω κάτω,χτύπησε,νουθετώ,υποτιμούσε,λογοκριμένος,υποτιμημένος,επέπληξε

root (out) => (εκρίζω), root (for) => ρίζα (για), roommates => συγκάτοικοι, rooming houses => Ενοικιαζόμενα δωμάτια, roomies => συγκάτοικοι,