Greek Meaning of rooted (for)
ριζωμένο (για)
Other Greek words related to ριζωμένο (για)
- εγκρίθηκε
- ενέκρινε
- ευνοϊκός
- εγκεκριμένος
- προτεινόμενο
- επαινέθηκε
- αυξάνω (σε)
- γιορτάζεται
- χειροκρότησε
- διακοσμημένο
- εγκωμιάστηκαν
- υμνεί
- δοξασμένος
- Μεγεθυσμένη
- τραγούδησε
- τραγούδησε
- υποστηριζόμενος
- Αποπνέων
- επαινεμένος
- μπράβο
- σκασμένος
- πιστοποιημένο
- χειροκρότησε.
- επευφημούσαν
- κολακευμένος
- Εξιδανικευόταν
- επαινεμένος
- Χαιρετάω
- διαφημιζόμενος
- αποθεωμένος
- κολακεύω
- χειροκρότημα
- χαιρέτησε
- υπερεκτιμημένος
- επαίνεσε
Nearest Words of rooted (for)
Definitions and Meaning of rooted (for) in English
rooted (for)
to express or show support for (a person, a team, etc.)
FAQs About the word rooted (for)
ριζωμένο (για)
to express or show support for (a person, a team, etc.)
εγκρίθηκε,ενέκρινε,ευνοϊκός,εγκεκριμένος,προτεινόμενο,επαινέθηκε,αυξάνω (σε),γιορτάζεται,χειροκρότησε,διακοσμημένο
κατηγορηθεί,χτύπησε,τηγανίτης,βάλω κάτω,χτύπησε,νουθετώ,υποτιμούσε,λογοκριμένος,υποτιμημένος,επέπληξε
root (out) => (εκρίζω), root (for) => ρίζα (για), roommates => συγκάτοικοι, rooming houses => Ενοικιαζόμενα δωμάτια, roomies => συγκάτοικοι,