Greek Meaning of reprehended

απεδοκίμασαν

Other Greek words related to απεδοκίμασαν

Definitions and Meaning of reprehended in English

Webster

reprehended (imp. & p. p.)

of Reprehend

FAQs About the word reprehended

απεδοκίμασαν

of Reprehend

κατηγορηθεί,καταγγελμένος,καταδικασμένος,κριτικάρετε,αφορισμένος,επιτέθηκε,λογοκριμένος,κατάρατος,κατακρίθηκε,καταραμένος

εγκρίθηκε,ευλογημένος,ενέκρινε,εγκεκριμένος,κυρώσεις,επαινέθηκε,επαίνεσε,χειροκρότησε.,ευλογημένος,αφιερωμένος

reprehend => Επιπλήττω, reprefe => εκπροσωπεί, repp => Reps, repousse => ρεπουσέ, repoussage => αν ανάγλυφο,