Greek Meaning of glorified

δοξασμένος

Other Greek words related to δοξασμένος

Definitions and Meaning of glorified in English

Wordnet

glorified (s)

accorded sacrosanct or authoritative standing

Webster

glorified (imp. & p. p.)

of Glorify

FAQs About the word glorified

δοξασμένος

accorded sacrosanct or authoritative standingof Glorify

λατρεμένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,καθιερωμένος,σεβαστός,ηγιασμένος,σεβάσμιος,λατρεμένος,λατρευόμενος,ευλογημένος

deconsecrated,βεβηλωμένος,επίγειος,κοσμικός,αμύητος,ακάθαρτος,καθημερινό,μη θρησκευόμενος,βέβηλος,κροταφικός

glorification => δοξολογία, gloried => δοξασμένος, gloriation => δοξασμός, gloria swanson => Γκλόρια Σουάνσον, gloria steinem => Γκλόρια Στάινεμ,