Greek Meaning of worshiped

λατρεμένος

Other Greek words related to λατρεμένος

Definitions and Meaning of worshiped in English

Webster

worshiped (imp. & p. p.)

of Worship

FAQs About the word worshiped

λατρεμένος

of Worship

λατρεμένος,αφιερωμένος,σεβαστός,σεβάσμιος,ευλογημένος,ευλογημένος,τελετουργικός,καθιερωμένος,δοξασμένος,ιερός

deconsecrated,βεβηλωμένος,αμύητος,ακάθαρτος,επίγειος,καθημερινό,μη θρησκευόμενος,κοσμικός,κροταφικός,Άνευ πνεύματος

worshipable => άξιος λατρείας, worshipability => λατρευτικότητα, worship of man => λατρεία ανθρώπου, worship of heavenly bodies => Λατρεία των ουράνιων σωμάτων, worship => Λατρεία,