Greek Meaning of worshiper
προσκυνητής
Other Greek words related to προσκυνητής
- Θαυμάστρια
- λατρευτής
- αφοσιωμένος
- μαθητής
- ενθουσιώδης
- ανεμιστήρας
- ειδωλολάτρης
- Ειδωλολάτρης
- Λάτρης
- Ζηλωτής
- οπαδός
- στρατιώτης
- Ακόλουθος
- ερπετό
- παράσιτο
- δεξί χέρι
- ακολούθησε
- κανακάρης
- βδέλλα
- μίνιον
- παράσιτο
- αντάρτης
- Μαθητής
- κυνηγόσκυλο
- Δορυφόρος
- σφουγγάρι
- σφουγγάρι
- μπουμπούνας
- apartsitski
- γλείφτης
- γλείφτης
- υποχείριο
- εταιρικός άνδρας
- μετατρέπω
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- Κολαούζος
- υποστηρικτής του κινήματος #MeToo
- μεροληπτικός
- γλείφτης
- κόλακας
- Κόλακας
- Ναι-άνδρας
Nearest Words of worshiper
Definitions and Meaning of worshiper in English
worshiper (n)
someone who admires too much to recognize faults
a person who has religious faith
worshiper (n.)
One who worships; one who pays divine honors to any being or thing; one who adores.
FAQs About the word worshiper
προσκυνητής
someone who admires too much to recognize faults, a person who has religious faithOne who worships; one who pays divine honors to any being or thing; one who ad
Θαυμάστρια,λατρευτής,αφοσιωμένος,μαθητής,ενθουσιώδης,ανεμιστήρας,ειδωλολάτρης,Ειδωλολάτρης,Λάτρης,Ζηλωτής
No antonyms found.
worshiped => λατρεμένος, worshipable => άξιος λατρείας, worshipability => λατρευτικότητα, worship of man => λατρεία ανθρώπου, worship of heavenly bodies => Λατρεία των ουράνιων σωμάτων,