Greek Meaning of sycophant
κόλακας
Other Greek words related to κόλακας
- γλείφτης
- ανεμιστήρας
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- δεξί χέρι
- μίνιον
- παράσιτο
- Κόλακας
- υποχείριο
- υπηρέτης
- Κολαούζος
- γλείφτης
- Θαυμάστρια
- apartsitski
- γλείφτης
- αφοσιωμένος
- μαθητής
- Κόλακας
- Ακόλουθος
- παράσιτο
- ακολούθησε
- μεροληπτικός
- Μαθητής
- σφουγγάρι
- προσκυνητής
- Ναι-άνδρας
- Ειδωλολάτρης
- οπαδός
- εταιρικός άνδρας
- λατρευτής
- ενθουσιώδης
- ερπετό
- ειδωλολάτρης
- κανακάρης
- βδέλλα
- αντάρτης
- Δορυφόρος
- σφουγγάρι
- μπουμπούνας
- Λάτρης
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- κυνηγόσκυλο
Nearest Words of sycophant
- sycophantic => κολακευτικός
- sydenham => Σίντενχαμ
- sydenham's chorea => Χορεία του Σίδενχαμ
- sydney => Σίδνεϊ
- sydney harbor bridge => Γέφυρα Λιμανιού του Σίδνεϊ
- sydney pollack => Σίντνεϊ Πόλακ
- sydney silky => silky από το Σίδνεϊ
- syllabary => συλλαβάριο
- syllabic => συλλαβικός
- syllabic script => Συλλαβική γραφή
Definitions and Meaning of sycophant in English
sycophant (n)
a person who tries to please someone in order to gain a personal advantage
FAQs About the word sycophant
κόλακας
a person who tries to please someone in order to gain a personal advantage
γλείφτης,ανεμιστήρας,υπηρέτης,υπηρέτης,δεξί χέρι,μίνιον,παράσιτο,Κόλακας,υποχείριο,υπηρέτης
αλαζόνας,Υπερόπτης,αυταρχικός,εύγενος,υποτιμητικός,ανώτερος,υπερόπτης,αυταρχικός
sycophancy => Κολακεία, syconium => συκώνιο, sycamore fig => Συκιά, sycamore => πλατάνι, sybaritic => συβαριτικός,