Greek Meaning of satellite
Δορυφόρος
Other Greek words related to Δορυφόρος
- ακόλουθος
- οπαδός
- στρατιώτης
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- δεξί χέρι
- ακολούθησε
- μίνιον
- ιεραπόστολος
- αντάρτης
- Μαθητής
- στρατιώτης
- μπουμπούνας
- κόλακας
- Κόλακας
- υπηρέτης
- υποτελής
- συνήγορος
- απόστολος
- apartsitski
- πρωταθλητής
- μετατρέπω
- μαθητής
- Επίγονος
- πιστός
- ανεμιστήρας
- Ακόλουθος
- παράσιτο
- βασιλικός
- Μυρμιδόνες
- μεροληπτικός
- προστατευόμενος
- μαθητής
- οπαδός
- αφιερωμένος
- Λάτρης
- Ναι-άνδρας
- Κολαούζος
- προσήλυτος
- Θαυμάστρια
- υποστηρικτής
- λατρευτής
- αφοσιωμένος
- ενθουσιώδης
- ιδεολόγος.
- ιδεολόγος
- ιδεολόγος
- ειδωλολάτρης
- λόγιος
- σεκταριστικός
- προσκυνητής
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- Ειδωλολάτρης
Nearest Words of satellite
- satellite receiver => Δορυφορικός δέκτης
- satellite television => Δορυφορική τηλεόραση
- satellite transmitter => Δορυφορικός πομπός
- satellite tv => δορυφορική τηλεόραση
- satellitious => δορυφορικός
- sathanas => Σατανάς
- satiable => χορτάτος
- satiate => χορταίνω
- satiated => χορτασμένος
- satiating => χορταστικός
Definitions and Meaning of satellite in English
satellite (n)
man-made equipment that orbits around the earth or the moon
a person who follows or serves another
any celestial body orbiting around a planet or star
satellite (v)
broadcast or disseminate via satellite
satellite (s)
surrounding and dominated by a central authority or power
satellite (n.)
An attendant attached to a prince or other powerful person; hence, an obsequious dependent.
A secondary planet which revolves about another planet; as, the moon is a satellite of the earth. See Solar system, under Solar.
satellite (a.)
Situated near; accompanying; as, the satellite veins, those which accompany the arteries.
FAQs About the word satellite
Δορυφόρος
man-made equipment that orbits around the earth or the moon, a person who follows or serves another, any celestial body orbiting around a planet or star, broadc
ακόλουθος,οπαδός,στρατιώτης,υπηρέτης,υπηρέτης,δεξί χέρι,ακολούθησε,μίνιον,ιεραπόστολος,αντάρτης
αποστάτης,λιποτάκτης,παρίας,προδότης,ηγέτης,Κορυφαίος
sateless => ανιθαγενής, sateen => σατέν, sated => χορτάτος, sate => χορτάτος, satchmo => Σάτσμο,