Greek Meaning of myrmidon
Μυρμιδόνες
Other Greek words related to Μυρμιδόνες
- ακόλουθος
- οπαδός
- apartsitski
- στρατιώτης
- μαθητής
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- παράσιτο
- δεξί χέρι
- ακολούθησε
- μίνιον
- αντάρτης
- Δορυφόρος
- στρατιώτης
- μπουμπούνας
- κόλακας
- Κόλακας
- Λάτρης
- υπηρέτης
- Κολαούζος
- απόστολος
- μετατρέπω
- Επίγονος
- πιστός
- Ακόλουθος
- βασιλικός
- ιεραπόστολος
- μεροληπτικός
- Μαθητής
- μαθητής
- αφιερωμένος
- Ναι-άνδρας
- υποτελής
- προσήλυτος
- προστατευόμενος
- Θαυμάστρια
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- πρωταθλητής
- λατρευτής
- αφοσιωμένος
- ενθουσιώδης
- ανεμιστήρας
- ιδεολόγος.
- ιδεολόγος
- ιδεολόγος
- ειδωλολάτρης
- λόγιος
- σεκταριστικός
- οπαδός
- προσκυνητής
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- Ειδωλολάτρης
Nearest Words of myrmidon
- myrmicine => μυρμικίνη
- myrmeleontidae => myrmeleontidae
- myrmeleon => μυρμηγκολεοντοειδή
- myrmecophytic => μυρμηκόφιτο
- myrmecophyte => Μυρμηκόφυτο
- myrmecophilous => μυρμηκόφιλος
- myrmecophile => μυρμηκόφιλο
- myrmecophagous => μυρμηκοφάγος
- myrmecophagidae => Μυρμηγκοφαγίδαι
- myrmecophaga jubata => Γιγαντιαίος μυρμηγκοφάγος
Definitions and Meaning of myrmidon in English
myrmidon (n)
a follower who carries out orders without question
(Greek mythology) a member of the warriors who followed Achilles on the expedition against Troy
myrmidon (n.)
One of a fierce tribe or troop who accompained Achilles, their king, to the Trojan war.
A soldier or a subordinate civil officer who executes cruel orders of a superior without protest or pity; -- sometimes applied to bailiffs, constables, etc.
FAQs About the word myrmidon
Μυρμιδόνες
a follower who carries out orders without question, (Greek mythology) a member of the warriors who followed Achilles on the expedition against TroyOne of a fier
ακόλουθος,οπαδός,apartsitski,στρατιώτης,μαθητής,υπηρέτης,υπηρέτης,παράσιτο,δεξί χέρι,ακολούθησε
αποστάτης,λιποτάκτης,παρίας,προδότης,ηγέτης,Κορυφαίος
myrmicine => μυρμικίνη, myrmeleontidae => myrmeleontidae, myrmeleon => μυρμηγκολεοντοειδή, myrmecophytic => μυρμηκόφιτο, myrmecophyte => Μυρμηκόφυτο,