Greek Meaning of faithful
πιστός
Other Greek words related to πιστός
- αφιερωμένος
- αφοσιωμένος
- ευλαβής
- πιστός
- αμετάβλητος
- σταθερός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- φλογερός
- σταθερά
- γρήγορος
- φλογερό
- καλός
- ευσεβής
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- πιστός
- κατά μήκος της γραμμής
- πρόθυμος
- επιβεβαιωμένο
- αξιόπιστος
- αποφασισμένος
- υπάκουος
- ενθουσιώδης
- φλογερός
- παθιασμένος
- πρόθεση
- αμετανόητος
- παθιασμένος
- αξιόπιστος
- αποφασισμένος
- υπεύθυνος
- σοβαρός
- στερεός
- ορκισμένος
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- σταθερός
- διστακτικός
- ακλόνητος
Nearest Words of faithful
- faithed => πιστός
- faith healing => Θεραπεία πίστεως
- faith cure => Θρησκευτική θεραπεία
- faith => πίστη
- fait accompli => Τετελεσμένο γεγονός
- faisalabad => Φαϊσαλάμπαντ
- faisal ibn abdel aziz al-saud => Φαϊζάλ ιμπν Αμπντ αλ Αζίζ Αλ Σαούντ
- faisal => Φαϊζάλ
- fairytale => Παραμύθι
- fairy-slipper => γυάλινη παντόφλα
Definitions and Meaning of faithful in English
faithful (n)
any loyal and steadfast following
a group of people who adhere to a common faith and habitually attend a given church
faithful (a)
steadfast in affection or allegiance
not having sexual relations with anyone except your husband or wife, or your boyfriend or girlfriend
faithful (s)
marked by fidelity to an original
faithful (a.)
Full of faith, or having faith; disposed to believe, especially in the declarations and promises of God.
Firm in adherence to promises, oaths, contracts, treaties, or other engagements.
True and constant in affection or allegiance to a person to whom one is bound by a vow, be ties of love, gratitude, or honor, as to a husband, a prince, a friend; firm in the observance of duty; loyal; of true fidelity; as, a faithful husband or servant.
Worthy of confidence and belief; conformable to truth ot fact; exact; accurate; as, a faithful narrative or representation.
FAQs About the word faithful
πιστός
any loyal and steadfast following, a group of people who adhere to a common faith and habitually attend a given church, steadfast in affection or allegiance, ma
αφιερωμένος,αφοσιωμένος,ευλαβής,πιστός,αμετάβλητος,σταθερός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,φλογερός,σταθερά,γρήγορος
Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,προδοτικός,ύπουλος,άπιστος,αναξιόπιστος
faithed => πιστός, faith healing => Θεραπεία πίστεως, faith cure => Θρησκευτική θεραπεία, faith => πίστη, fait accompli => Τετελεσμένο γεγονός,