Greek Meaning of faithfulness

πίστις

Other Greek words related to πίστις

Definitions and Meaning of faithfulness in English

Wordnet

faithfulness (n)

the quality of being faithful

FAQs About the word faithfulness

πίστις

the quality of being faithful

αφοσίωση,δέσμευση,αφοσίωση,αφοσίωση,πίστη,πίστη,προσκόλληση,συνημμένο αρχείο,σταθερότητα,αφοσίωση

έλλειψη πίστης,απιστία,ψευτιά,αναλήθεια,αστασιμότητα,Απιστία,απάτη,προδοσία,απιστία,αποξένωση

faithfully => πιστά, faithful => πιστός, faithed => πιστός, faith healing => Θεραπεία πίστεως, faith cure => Θρησκευτική θεραπεία,