FAQs About the word dependability

αξιοπιστία

the quality of being dependable or reliable

Αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία,ευθύνη,στερεότητα,Στερεότητα,αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,απαραίτητος

αναξιοπιστία,πανουργία,αμφιβολία,Αμφιβολία,τρόμος,Αμφισβητησιμότητα,αβεβαιότητα

depend upon => εξαρτάται από, depend on => Εξαρτάται από, depend => εξαρτάται, depeinct => απεικονίζω, depeculation => υπεξαίρεση,