Greek Meaning of solidity

στερεότητα

Other Greek words related to στερεότητα

Definitions and Meaning of solidity in English

Wordnet

solidity (n)

the consistency of a solid

state of having the interior filled with matter

the quality of being solid and reliable financially or factually or morally

FAQs About the word solidity

στερεότητα

the consistency of a solid, state of having the interior filled with matter, the quality of being solid and reliable financially or factually or morally

Αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία,ευθύνη,Στερεότητα,Σιγουριά,αξιοπιστία,αξιοπιστία

αναξιοπιστία,πανουργία,αμφιβολία,Αμφιβολία,τρόμος,Αμφισβητησιμότητα,αβεβαιότητα

solidifying => πήξη, solidify => στερεοποιώ, solidified => στερεοποιημένο, solidification => πήξη, solid-hoofed => Συμπαγής οπλή,