Greek Meaning of inerrancy

απαραίτητος

Other Greek words related to απαραίτητος

Definitions and Meaning of inerrancy in English

Wordnet

inerrancy (n)

(Christianity) exemption from error

Webster

inerrancy (n.)

Exemption from error.

FAQs About the word inerrancy

απαραίτητος

(Christianity) exemption from errorExemption from error.

αλάθητο,αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία,στερεότητα,Στερεότητα,αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία

αναξιοπιστία,πανουργία,αμφιβολία,Αμφιβολία,Αμφισβητησιμότητα,τρόμος,αβεβαιότητα

inerrably => ασφαλώς, inerrableness => αλάθητο, inerrable => αλάθητος, inerrability => αλάθητο, inernarrable => Ανεκδιήγητος,