Greek Meaning of shakiness
τρόμος
Other Greek words related to τρόμος
Nearest Words of shakiness
Definitions and Meaning of shakiness in English
shakiness (n)
a shaky motion
the quality of being unstable and insecure
shakiness (n.)
Quality of being shaky.
FAQs About the word shakiness
τρόμος
a shaky motion, the quality of being unstable and insecureQuality of being shaky.
αστάθεια,ανασφάλεια,αστάθεια,αστάθεια,αστάθεια,μεταβλητότητα,χαλαρότητα,χαλαρότητα,Μεταβλητότητα,ασθένεια
Ασφάλεια,Ευστάθεια,σταθερότητα,ταχύτητα,Στερεότητα,Σταθερότητα,υγεία,ουσιαστικότητα
shakily => τρεμάμενος, shake-up => αναταραχή, shakeup => ταρακούνημα, shakespearian => σαιξπηρικός, shakespearean sonnet => Σονέτο του Σαίξπηρ,