Greek Meaning of stability

Ευστάθεια

Other Greek words related to Ευστάθεια

Definitions and Meaning of stability in English

Wordnet

stability (n)

the quality or attribute of being firm and steadfast

a stable order (especially of society)

the quality of being enduring and free from change or variation

FAQs About the word stability

Ευστάθεια

the quality or attribute of being firm and steadfast, a stable order (especially of society), the quality of being enduring and free from change or variation

Αξιοπιστία,δύναμη,αξιοπιστία,αντοχή,Στερεότητα,υγεία,ανθεκτικότητα,συνοχή,στερεότητα,Στερεότητα

ανασφάλεια,αστάθεια,αστάθεια,αστάθεια,τρόμος,ασθένεια,αστάθεια,αδυναμία,Ασημαντότητα,ασήμαντοτητα

stabilising => σταθεροποίηση, stabiliser => σταθεροποιητής, stabilised => σταθεροποιημένος, stabilise => σταθεροποιώ, stabilisation => σταθεροποίηση,