Greek Meaning of insubstantiality
Ασημαντότητα
Other Greek words related to Ασημαντότητα
Nearest Words of insubstantiality
Definitions and Meaning of insubstantiality in English
insubstantiality (n)
lack of solid substance and strength
lacking substance or reality
insubstantiality (n.)
Unsubstantiality; unreality.
FAQs About the word insubstantiality
Ασημαντότητα
lack of solid substance and strength, lacking substance or realityUnsubstantiality; unreality.
λεπτότητα,εκλεκτότητα,ευθραυστότητα,ευθραυστότητα,αχνός,ευθραυστότητα,Λιχουδιά,διαφάνεια,λεπτότητα,θρυπτικότητα
Αδρότητα,Στερεότητα,τραχύτητα,αγένεια,στερεότητα,Ακαμψία,αγένεια,δύναμη
insubstantial => ανούσιος, insubordination => Απείθεια, insubordinate => απείθαρχος, insubmission => Απειθαρχία, insubmergible => βυθιζόμενος,