Greek Meaning of exquisiteness
εκλεκτότητα
Other Greek words related to εκλεκτότητα
Nearest Words of exquisiteness
Definitions and Meaning of exquisiteness in English
exquisiteness (n)
extreme beauty of a delicate sort
exquisiteness (n.)
Quality of being exquisite.
FAQs About the word exquisiteness
εκλεκτότητα
extreme beauty of a delicate sortQuality of being exquisite.
λεπτότητα,λεπτότητα,ευθραυστότητα,ευθραυστότητα,Λιχουδιά,ευθρυπτία,διαφάνεια,ευθραυστότητα,εύθραυστος,θρυπτικότητα
Αδρότητα,Στερεότητα,τραχύτητα,αγένεια,στερεότητα,Ακαμψία,αγένεια,δύναμη
exquisitely => εξαιρετικά, exquisite => εξαίσιος, exquire => διερευνώ, expurge => καθαρίζω, expurgatory => εξαγνιστικός,