Greek Meaning of expurgating

εκκαθάριση

Other Greek words related to εκκαθάριση

Definitions and Meaning of expurgating in English

Webster

expurgating (p. pr. & vb. n.)

of Expurgate

FAQs About the word expurgating

εκκαθάριση

of Expurgate

Λογοκρισία,λογοκρισία,καθαρισμός (πάνω),διαγραφή,Επεξεργασία,Ξέπλυμα χρήματος,κάθαρση,αναθεώρηση,συντόμευση,σύντμηση

Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επιβάλλων κυρώσεις

expurgated => εξαγνισμένος, expurgate => εξαγνίζω, expunging => εξάλειψη, expunged => εκκαθαρισμένο, expunge => διαγράφω,