Greek Meaning of censoring
Λογοκρισία
Other Greek words related to Λογοκρισία
- λογοκρισία
- διαγραφή
- Επεξεργασία
- εκκαθάριση
- Ξέπλυμα χρήματος
- αναθεώρηση
- συντόμευση
- σύντμηση
- καθαρισμός (πάνω)
- καθαρισμός
- καταδικαστικός
- κόψιμο
- εξετάζω
- εκτομή
- εξάλειψη
- κάθαρση
- καθαριστικός
- επιμέλεια με κόκκινο μολύβι
- καταπιεστικός
- προβολή
- σιωπηρή
- κατασταλτικός
- Bleeping
- αναλαμπή
- μπλε μολύβι
- επικριτικός
- καταγγέλλοντας
- εκσπλαχνισμός
- εξεταστικός
- διασταύρωση (έξω)
Nearest Words of censoring
Definitions and Meaning of censoring in English
censoring (n)
counterintelligence achieved by banning or deleting any information of value to the enemy
deleting parts of publications or correspondence or theatrical performances
FAQs About the word censoring
Λογοκρισία
counterintelligence achieved by banning or deleting any information of value to the enemy, deleting parts of publications or correspondence or theatrical perfor
λογοκρισία,διαγραφή,Επεξεργασία,εκκαθάριση,Ξέπλυμα χρήματος,αναθεώρηση,συντόμευση,σύντμηση,καθαρισμός (πάνω),καθαρισμός
Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επιβάλλων κυρώσεις
censorian => λογοκριτικός, censorial => επικριτικός, censored => λογοκριμένος, censor => λογοκριτής, censing => θυμίαμα,