Greek Meaning of sanctioning
επιβάλλων κυρώσεις
Other Greek words related to επιβάλλων κυρώσεις
Nearest Words of sanctioning
Definitions and Meaning of sanctioning in English
sanctioning (s)
implying sanction or serving to sanction
sanctioning (p. pr. & vb. n.)
of Sanction
FAQs About the word sanctioning
επιβάλλων κυρώσεις
implying sanction or serving to sanctionof Sanction
Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση,Επικύρωση,εγκριση,Άδεια,επικύρωση,θέσπιση,ίδρυμα,νομοθεσία
κατάργηση,κατάργηση,ακύρωση,αποφυγή,ακύρωση,Ακύρωση,διάλυση,αντικαθιστώ,άκυρο,ανατρέπω
sanctioned => κυρώσεις, sanctionative => κυρωτικός, sanctionary => κυρώσεις, sanction => κυρώσεις, sanctimony => Αγιοφάνεια,