Greek Meaning of voiding
κένωση
Other Greek words related to κένωση
- κατάργηση
- διάλυση
- καταργώ
- ακύρωση
- κατάργηση
- κατάργηση
- ακύρωση
- αποφυγή
- Ακύρωση
- ακύρωση
- απόλυση
- εξάλειψη
- ακυρότητα
- άρνηση
- ακύρωση
- ακύρωση
- ακύρωση
- ανάληψη
- Μείωση
- άμβλωση
- απαγόρευση
- Αντεντολή
- απαγόρευση
- Επιβάλλοντας
- διαγραφή
- απαγόρευση
- εκκαθάριση
- απαγόρευση
- αντικαθιστώ
- άκυρο
- ανατρέπω
- Απαγόρευση
- ανάκληση
- απόρριψη
- αφαίρεση
- αναρρόφηση
- ανατροπή
- ανάκληση
- ανάρτηση
- βέτο
- ακύρωση
Nearest Words of voiding
Definitions and Meaning of voiding in English
voiding (n)
the bodily process of discharging waste matter
voiding (p. pr. & vb. n.)
of Void
voiding (n.)
The act of one who, or that which, v/ids.
That which is voided; that which is ejected or evacuated; a remnant; a fragment.
voiding (a.)
Receiving what is ejected or voided.
FAQs About the word voiding
κένωση
the bodily process of discharging waste matterof Void, The act of one who, or that which, v/ids., That which is voided; that which is ejected or evacuated; a re
κατάργηση,διάλυση,καταργώ,ακύρωση,κατάργηση,κατάργηση,ακύρωση,αποφυγή,Ακύρωση,ακύρωση
θέσπιση,εγκατάσταση,ίδρυμα,νομοθεσία,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση,Επικύρωση,Τυπικοποίηση,ιδρυτικός
voider => κενώνω, voided => άκυρη, voidance => κενό, voidable => άκυρος, void => κενός,