Greek Meaning of legitimization

Νομιμοποίηση

Other Greek words related to Νομιμοποίηση

Definitions and Meaning of legitimization in English

legitimization

legitimate entry 2, to make legitimate, legalize, legitimate

FAQs About the word legitimization

Νομιμοποίηση

legitimate entry 2, to make legitimate, legalize, legitimate

Τυπικοποίηση,νομιμοποίηση,νομιμοποίηση,επικύρωση,Έγκριση,θέσπιση,εγκατάσταση,ιδρυτικός,ίδρυμα,νομοθεσία

Μείωση,κατάργηση,κατάργηση,άμβλωση,κατάργηση,ακύρωση,αποφυγή,ακύρωση,Ακύρωση,ακύρωση

legitimacies => νομιμοποιήσεις, legit => νόμιμος, legislators => νομοθέτες, legislations => νομοθεσίες, legions => λεγεώνες,